- σιδήρωση
- η / σιδήρωσις, -ώσεως, ΝΜΑ [σιδηρῶ]νεοελλ.1. (σχετικά με πόρτες ή παράθυρα) τοποθέτηση και συναρμογή σιδερένιων εξαρτημάτων και, γενικά, η κάλυψη τής επιφάνειας κατασκευής ή αντικειμένου με σίδηρο2. ιατρ. εναπόθεση σιδήρου στο εσωτερικό τών κυττάρων ή διείσδυση στους ιστούς σιδηρούχων ενώσεων καθολική, ενδογενούς προελεύσεως, ή τοπική, εξωγενούς προελεύσεως3. φρ. «σιδήρωση τών πνευμόνων»ιατρ. καλοήθης πνευμονοκονίαση οφειλόμενη σε συνεχή ή συχνή εισπνοή σκόνης που περιέχει σωματίδια σιδήρουμσν.φυλάκισημσν.-αρχ.(γενικά) κατασκευή στην οποία χρησιμοποιείται σίδηρος, σιδηρά κατασκευήαρχ.(ειδικά) σιδερένιο σκεύος ή εργαλείο, σιδήρωμα*.
Dictionary of Greek. 2013.